- ευδαιμονως
- εὐδαιμόνωςсчастливо
(πράττειν Arph.; βιοῦν Arst.; οἰκεῖν Plat., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πράττειν Arph.; βιοῦν Arst.; οἰκεῖν Plat., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εὐδαιμόνως — εὐδαίμων blessed with a good genius adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραόνως — Α επίρρ. με πραότητα, πράως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πραόνως, κατά μία άποψη έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. *πραόνους (< πρᾶος + νοῦς), ενώ κατ άλλους από το επίθ. πρᾶος, αναλογικά προς το επίρρ. εὐδαιμόνως (< εὐδαίμων, ονος). Παρ όλα αυτά … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵԲԱՍՏԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 444 Chronological Sequence: Unknown date εὑδαιμόνως feliciter ԲԱՐԵԲԱՍՏԱՊԷՍ. Բարբաստութեամբ. յերջանիկ վիճակի. *Հանդերձեալ է բնակիլ բարեբաստապէս. Պղատ. օրին. ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)